Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

Ο Μίκης Θεοδωράκης καταπέλτης για τους αφελληνισμένους γραικύλους της ψευτοπροοδευτικής ψευτοδιανόησης

Ο ψεύτικος μανδύας της δήθεν προοδευτικότητας

Tου Mίκη Θεοδωράκη
«H Καθημερινή», 18-3-2007

Aυτές τις μέρες κάπου διάβασα ότι ο ποιητής και ζωγράφος Νίκος Εγγονόπουλος πίστευε στη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Πόσοι και ποιοι άραγε σήμερα θα τολμούσαν να διατυπώσουν δημόσια μια τέτοια άποψη; Και όμως πρόκειται για την ουσία μιας ολόκληρης Σχολής Σκέψης, την οποία αντιπαλεύει η άλλη Σχολή, που απορρίπτει την άποψη αυτή θεωρώντας ότι το σημερινό ελληνικό έθνος ξεκινά τη ζωή του από το 1830 χωρίς να έχει την παραμικρή σχέση με το παρελθόν.

Παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση γύρω από το βιβλίο της ΣΤ΄ Δημοτικού σκέφθηκα ότι στο βάθος πρόκειται για μια διαμάχη ανάμεσα σε αυτές τις δύο Σχολές Σκέψης. Θυμίζω εδώ ότι οι κάτοικοι αυτού του τόπου, καταδικασμένοι επί αιώνες σε συνθήκες δουλείας και υπανάπτυξης, είχαν χάσει την ιδιαιτερότητα και ταυτότητά τους στα μάτια των «πολιτισμένων» μειοψηφιών της Ευρώπης. Που έτσι βρήκαν την ευκαιρία να θεωρήσουν εαυτούς ως τους μοναδικούς κληρονόμους του ελληνικού πολιτισμού. Γι’ αυτό και όταν έμαθαν ότι οι πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821 (Φιλικοί και Αγωνιστές) αποφάσισαν να ονομάσουν την απελευθερωμένη από τον τουρκικό ζυγό πατρίδα τους Ελλάδα χαρακτηρίζοντας τους κατοίκους της Ελληνες, αντέδρασαν με κάθε τρόπο, με κορυφαία αντιδραστική πράξη τη θεωρία του Φαλμεράγιερ, ο οποίος με τρόπο δήθεν «επιστημονικό» προσπάθησε να αποδείξει ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν το δικαίωμα να αποκαλούνται Ελληνες, γιατί δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την έννοια και με τη λέξη Ελλάδα, μιας και στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο από μια πανσπερμία φυλών (Βλάχων, Αλβανών, Σλάβων, Τούρκων και Γύφτων).

Και όπως ίσως έχετε προσέξει, όλοι οι ξένοι λαοί έδωσαν στη χώρα μας κάθε είδους όνομα πλην του ονόματος «Ελλάς - Ελλάδα»: Grece, Greece, Greco, Griechenland κ.λπ. Και φυσικά στην ουσία η διεθνής ιντελιγκέντσια δεν μας θεωρεί Ελληνες αλλά Γραικούς (ίσως και... γραικύλους). Πάλι καλά οι Τούρκοι που μας αποκαλούν «Γιουνάν», δηλαδή Ιωνες. Για τους «πολιτισμένους» της Δύσης θα μας ταίριαζε περισσότερο ένα όνομα όπως λ.χ. Βλαχότουρκοι ή Γυφτόβλαχοι. Νομίζω με τη λέξη «Γυφτοβλαχία» θα ήταν ικανοποιημένοι. Και όχι μόνο οι διανοούμενοι (ιντελιγκέντσηδες) του εξωτερικού, αλλά και του... εσωτερικού. Δηλαδή οι οπαδοί της Σχολής της Αλλης Οχθης, οι οποίοι χωρίς να το ομολογούν (ίσως και δίχως να το ξέρουν) ακολουθούν κατά γράμμα τη θεωρία του Φαλμεράγιερ, που στην ουσία θέλει να κρατήσει το κέντρο της ελληνικής κλασικής σκέψης, φιλοσοφίας και τέχνης εκτός Ελλάδας και κατά προτίμηση στις πρωτεύουσες του δυτικού κόσμου από τις οποίες υποτίθεται ότι εκπορεύεται αποκλειστικά η σύγχρονη σκέψη, φιλοσοφία και τέχνη, που έχει τις ρίζες της και στην κλασική Ελλάδα. Ετσι οποιοσδήποτε τολμά να ισχυριστεί ότι ως Νεοέλλην πιστεύει ότι έχει και αυτός το ίδιο δικαίωμα, είναι βλάσφημος, αρχαιόπληκτος και αντιδραστικός. Οπως ασφαλώς ήταν και οι Φιλικοί, οι Επαναστάτες του ’21, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Κωστής Παλαμάς, ο Αγγελος Σικελιανός και ο Νίκος Εγγονόπουλος, μεταξύ άλλων.

Ομως, αυτή η διαφορά στη χώρα μας έλαβε και μιαν άλλη διάσταση, που διαίρεσε τον λαό μας όχι μόνο κάθετα (κοινωνικές τάξεις, ιδεολογίες και κόμματα), αλλά και οριζόντια. Δηλαδή, σε αυτό που θεωρείται Λαϊκό και σε αυτό που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως «διανοουμενίστικο». Και, φυσικά, η αληθινή διανόηση ταιριάζει με το λαϊκό, ενώ ο διανοουμενισμός δεν είναι μόνο εχθρός του λαϊκού, αλλά η καρικατούρα της διανόησης. Και για να περιοριστώ στη νεότερη Ελλάδα, όλα όσα υπήρξαν αληθινά, θετικά, γόνιμα και προοδευτικά, υπήρξαν κατ’ αρχήν λαϊκά. Δηλαδή πατούσαν γερά πάνω στο χώμα του λαού, της πραγματικότητας αλλά και της παράδοσης που μας πηγαίνει πολύ μακριά, στο βάθος του χρόνου, με τα οχήματα της δημοτικής ποίησης και μουσικής, της δημοκρατικής παράδοσης με κέντρο το κύτταρο της ελλαδικής κοινότητας, του βυζαντινού μέλους και της ελληνικής γραμματείας και κυρίως της γλώσσας. «Την γλώσσα μου έδωσαν ελληνική», θα πει ο Οδυσσέας Ελύτης. Ετσι οι Φιλικοί και οι Αγωνιστές του ’21 ήταν λαϊκοί. Ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε λαϊκός. Οπως λαϊκοί υπήρξαν όλοι οι σπουδαίοι πρωτεργάτες σε όλους τους κλάδους της ζωής, της τέχνης και της διανόησης που συνέβαλαν ώστε να προχωρήσει η χώρα μας μπροστά.

Αυτή η οριζόντια διαίρεση δεν μπορούσε να αφήσει απ’ έξω τον ελληνικό «προοδευτικό χώρο». Που μεγαλούργησε όταν ήταν πράγματι λαϊκός, όταν δηλαδή εξέφραζε σωστά τον ελληνικό λαό (στους καιρούς της εθνικής αντίστασης και των δημοκρατικών αγώνων). Και στη συνέχεια περιθωριοποιήθηκε όταν τον κατέκτησε ο διανοουμενισμός, που ουσιαστικά σημαίνει άρνηση του ίδιου του εαυτού του.

Ηταν λοιπόν επόμενο στον διανοουμενίστικο «προοδευτικό χώρο», άρα «ψευτο-προοδευτικό» χώρο πλέον, να ανθίσουν αυτά τα πικρά λουλούδια της άρνησης της πεμπτουσίας αυτού που ήταν και είναι η Ελλάδα του χθες, του σήμερα και του αύριο.

Ας μην ψάχνουν, λοιπόν, οι ευαίσθητοι πολίτες να βρουν την αιτία της σημερινής εθνικής παράλυσης σε δευτερεύουσες σχέσεις, πρόσωπα και καταστάσεις. Η πραγματική αιτία είναι ότι ενώ με το λαϊκό στοιχείο και με τη λαϊκή ιδιότητα έγινε ό,τι τέλος πάντων θετικό έγινε σ’ αυτόν τον τόπο από το 1821 έως σήμερα, γιατί απλούστατα όλοι οι μεγάλοι μας ήρωες, ποιητές, διανοούμενοι, επιστήμονες, πολιτικοί, υπήρξαν «λαϊκοί» ανεξάρτητα από τις λογής λογής κάθετες διαιρέσεις, εδώ και καιρό το λαϊκό, που στη χώρα μας ταυτίζεται με το ελληνικό, νικήθηκε κατά κράτος σε όλους τους τομείς της εθνικής μας ζωής. Εδώ και καιρό κατόρθωσε να επικρατήσει ολοκληρωτικά η άρνηση, τρομοκρατώντας και ξεγελώντας τους πολλούς και αφελείς, κρυμμένη πίσω από τον ψεύτικο μανδύα μιας δήθεν προοδευτικότητας, που έχει στην πραγματικότητα τόση σχέση με την πρόοδο όση μια γάτα με ένα λιοντάρι.


[Περισσότερα για το ζήτημα, στο «Αντίβαρο».]

Χρήστος Γιανναράς: Ένα βιβλίο αντί για δεύτερη τετραετία;

Ένα βιβλίο αντί για δεύτερη τετραετία;

Του Χρήστου Γιανναρά
«Η Καθημερινή», 18-3-2007

Ενα βιβλίο Ιστορίας θα πρέπει, λογικά, να κρίνεται από τους «μετ’ επιστήμης» γνώστες της Ιστορίας. Αν το βιβλίο είναι σχολικό, θα πρέπει (λογικά και πάλι) να κριθεί και από τους εμπείρους της παιδαγωγικής τέχνης. Να κριθεί επίσης και από τους επιφορτισμένους με την κοινωνική ευθύνη της στοχοθεσίας του εκπαιδευτικού προγράμματος – τους εκλεγμένους από τον λαό για να υπουργούν τις επιδιώξεις του στο μέλλον. «Ενας λαός γράφει την Ιστορία του, όχι για να αφηγηθεί όσα του συνέβησαν στο παρελθόν, αλλά πρωτίστως για να σφυρηλατήσει την αυτογνωσία και την ηθική ταυτότητα που του χρειάζονται για να χτίσει το μέλλον του», λέει ο Ρίτσαρντ Ρόρτι, φιλόσοφος του νεοπραγματισμού της Αριστεράς στις ΗΠΑ.

Κάθε πολίτης μπορεί και οφείλει να κρίνει πότε γίνονται σεβαστά τα τρία αυτά ορθολογικά κριτήρια κρίσης ενός σχολικού εγχειριδίου Ιστορίας. Κάθε μέσης έστω νοημοσύνης πολίτης αντιλαμβάνεται ότι και τα τρία αυτά κριτήρια ακυρώνονται, περιφρονούνται, αγνοούνται, όταν ένα σχολικό βιβλίο Ιστορίας γράφεται (ομολογημένα και με καύχηση) «κατ’ επιταγήν». Δηλαδή, με συμμόρφωση των συγγραφέων σε εντολές αλλοδαπών Διευθυντηρίων, «ξένων κέντρων λήψης αποφάσεων».

Οι έξωθεν εντολές ορίζουν τους στόχους που πρέπει να υπηρετήσει η συγγραφή του σχολικού εγχειριδίου Ιστορίας: Πρέπει να «καθαρθεί» ο λαός μας από ιστορικές μνήμες διεγερτικές ίσως αισθημάτων αντιπάθειας για λαούς γειτονικούς (ή όποιους άλλους), που σήμερα είναι εταίροι της χώρας μας σε στρατιωτικούς και οικονομικούς συνασπισμούς. Να σταματήσει η από γενιά σε γενιά μεταβίβαση πληροφορίας και εμπειρίας που διαιωνίζουν την ιστορική μνήμη του λαού, δηλαδή την αυτεπίγνωση, την ταυτότητα, τη συνοχή του. Κυρίως να εξαρθρωθεί και να απαλειφθεί από τη λαϊκή συνείδηση η συνέχεια των θρύλων, των επώνυμων εικόνων και συμβόλων, που επιτρέπουν στον λαό να σώζει αίσθηση ευγένειας της καταγωγής του, αρχοντιάς ανυπότακτης στην ισοπέδωση της καταναλωτικής μονοτροπίας. Να τσακιστεί η όποια αντίσταση (έστω αντανακλαστική) στην «παγκοσμιοποίηση» της αγοράς και των συμφερόντων.

Το ανυπόφορο (άκρως επώδυνο) είναι ότι αυτή την αηδιαστική «λάντζα» της κατά παραγγελίαν συγγραφής σχολικών εγχειριδίων Ιστορίας την αναλαμβάνει, με πάθος και μένος, η γνωστή συντεχνία συμφερόντων που αυτοαποκαλείται «αριστερή» διανόηση. Ισως επειδή έχει κεκτημένους εθισμούς από μακρά θητεία στην προκρούστεια μέθοδο να προσαρμόζει την Ιστορία στα δόγματα της μαρξιστικής θρησκοληψίας. Ισως επειδή έχει και εθισμούς σε ανόσιους γάμους: Να παντρεύει, λ.χ., τον Μαρξισμό με τον Διαφωτισμό (τη μήτρα του καπιταλισμού) ή τον Κοραϊσμό (το θεωρητικό θεμέλιο του μεταπρατισμού, της απαξίωσης του λαϊκού μας πολιτισμού) με το «κίνημα» υποτίθεται της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, όπως αυτοορίζεται η Αριστερά. Με τέτοιους εθισμούς στρατεύεται σήμερα η «αριστερή» διανόηση στους στόχους της «Νέας Τάξης», στη στρατηγική της «παγκοσμιοποίησης».

Χάρη στον ρόλο Κίρκης που έπαιξε το ΠΑΣΟΚ για την Αριστερά, νοθεύτηκαν χωρίς αναστολές τα κίνητρα για την αριστερή στράτευση. Ειδικά στο πεδίο της «διανόησης», η Αριστερά μεταλλάχθηκε απροκάλυπτα σε συντεχνία αλληλοϋποστήριξης συμφερόντων και προώθησης μετριοτήτων (με αντίτιμο την ειλωτεία, την υποταγή στην «παραταξιακή πειθαρχία»). Η συντεχνία δυναστεύει ασφυκτικά και τον χώρο της ιστοριογραφίας. Εκεί, για να υπηρετηθεί το δόγμα ότι «η οικονομία κινεί την Ιστορία», ταυτίζεται η επιστημονική εγκυρότητα με την ανάλυση λογαριασμών από μικρεμπορικά τεφτέρια και η «έρευνα» εκτιμάται μόνο αν καταλήγει σε πειθαρχημένους λιβανωτούς για τον υπεράνω κριτικής σωτήρα της ανθρωπότητας: τον Διαφωτισμό.

Και επαίρεται σήμερα αυτή η δογματική μονοτροπία, η στράτευση στον αυτευνουχισμό, ότι «εκσυγχρονίζει» τη διδασκαλία της Ιστορίας, την απαλλάσσει «από μύθους και στερεότυπα», ότι «οι κατακτήσεις της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας περνάνε τώρα το κατώφλι της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης»! Πώς; Μα με τις ιδεολογικές μπροσούρες που κατ’ εντολήν της «Νέας Τάξης» λανσάρει η «αριστερή» συντεχνία σαν σχολικά εγχειρίδια.

Με το βιβλίο Ιστορίας της Στ΄ τάξης του Δημοτικού Σχολείου είναι τελικά ο πρωθυπουργός που προκαλεί την ελληνική κοινωνία στο πιο ευαίσθητο σημείο της. Σίγουρα πρόκειται για κοινωνία παρακμιακή, αποχαυνωμένη, αυτοκαταστροφική. Αλλά η τελευταία καταφυγή του Ελληνα σε κάποιο έρεισμα αυτοσεβασμού είναι η Ιστορία. Γι’ αυτό και εξαιτίας του βιβλίου της Στ΄ Δημοτικού ο πρωθυπουργός πιθανότατα θα χάσει τη δεύτερη τετραετία πρωθυπουργίας του. Εστω και αν έχει εκεί πια εναποθέσει την υστεροφημία του, μαζί και την πολιτική επιβίωση του κόμματός του.

Στην ευαισθησία της ελληνικής κοινωνίας για την Ιστορία, τη γλώσσα, την παιδεία, τον πατριωτισμό, ασελγεί το ίδιο ανελέητα η Ν.Δ. όσο και η πασοκικής προστασίας συντεχνία της «αριστερής» διανόησης. Στα συγκεκριμένα αυτά θέματα κατά τι διαφέρει η σημερινή υπουργός Παιδείας από τους χθεσινούς ομολόγους της του ΠΑΣΟΚ; Κατά τι διαφέρει, στα ίδια αυτά θέματα (προϋποθέσεις συλλογικής αξιοπρέπειας στον διεθνή στίβο) η σημερινή υπουργός Εξωτερικών από τον προκάτοχό της και τώρα «αρχηγό» της αξιωματικής αντιπολίτευσης; Είναι μόνο τα εγχειρίδια Ιστορίας που (ομολογημένα και με καύχηση) κανοναρχούνται «έξωθεν»;

Είτε το ΠΑΣΟΚ κυβερνάει τη χώρα είτε η Ν.Δ., τους ζωτικούς τομείς ιστορικής αυτογνωσίας, πολιτιστικής ταυτότητας, κατά κεφαλήν καλλιέργειας και αυτοσεβασμού τους διαχειρίζεται, με ολοκληρωτικές μεθόδους, η συντεχνία της «αριστερής» διανόησης διευρυμένη σε σύμφυρμα από «θαυμαστές» του νεοταξικού «εκσυγχρονισμού». Εγκάθετοι σε όλα τα κόμματα, κανάλια, εφημερίδες, στις πιο ακραίας αντιπαλότητας ιδεολογικές ομάδες, εμφανίζουν ομογνωμία εκπληκτικά ομόηχη όταν πρόκειται για ιδεολογικά προτάγματα του ΝΑΤΟ και στρατηγικές στοχεύσεις των ΗΠΑ:

Ηταν και είναι όλοι τους υπέρμαχοι του Σχεδίου Ανάν. Ολοι τους θιασώτες ένθερμοι της ελληνοτουρκικής «φιλίας», της άνευ όρων ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. Υπέρ της «διόρθωσης» των σχολικών βιβλίων Ιστορίας ώστε να μην προκαλούνται οι Τούρκοι. Ολοι τους υπερασπίζουν τα «δίκαια» του κράτους των Σκοπίων και χλευάζουν την ευαισθησία των Ελλήνων για το όνομα «Μακεδονία». Ολοι μιλάνε για την Εκκλησία σαν αποκρουστικό θεσμό σκοταδισμού, όχι ως λαϊκό σώμα που σαρκώνει συνέχεια πολιτισμού.

Οι παραχωρήσεις του πρωθυπουργού στην «εκσυγχρονιστική» συντεχνία θα του κοστίσουν πιθανότατα την απώλεια της δεύτερης τετραετίας. Η λαϊκή ευαισθησία είναι αμείλικτη.


[Περισσότερα για το ζήτημα, στο «Αντίβαρο».]