Μία εξαιρετική, καίρια ανάλυση. (Περισσότερα για το ζήτημα, στο «Αντίβαρο».)
Όταν οι «προοδευτικοί» δεν μπορούν να αφανίσουν την Ιστορία μας, κάνοντας πλύση εγκεφάλου στα παιδιά μας, με τα νεοταξικά, προελεύσεως ΗΠΑ-CDRSEE-Soros «πολυπολιτισμικά» σχολικά βιβλία ανθελληνικής προπαγάνδας, φορούν μαύρες κουκούλες και καίνε με εμπρηστικές βόμβες τα βιβλία της πραγματικής Ιστορίας, της σοφίας και των αγώνων που έγραψαν οι πρόγονοί μας με το πνεύμα και το αίμα τους (ολοσχερής εμπρησμός βιβλιοπωλείου Γεωργιάδη, 24-12-2006). Αλλά, όσο και να καίει και να σκοτώνει και να προπαγανδίζει η νεοταξική εξουσία και τα αριστερο-απλυτο- αναρχοφασιστοβλαμένα τσιράκια της, οι Έλληνες δεν ξεχνούν: Αχιλλεύς, Οδυσσεύς, Κόδρος, Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Αλέξανδρος, Ηράκλειος, Βουλγαροκτόνος, Παλαιολόγος, Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Παύλος Μελάς, Δαβάκης, Αυξεντίου, Σολωμού, Σιαλμάς και Ηλιάκης! Τα ονόματα των προγόνων γραμμένα στους αιθέρες των ουρανών της αιωνίου Ελλάδος! Οι ηλιαχτίδες του Ελληνικού Φωτός, χρυσώνουν την πορφύρα του θυσιασθέντος για την Πατρίδα αίματός τους! Οι φωνές τους αντηχούν στους αιώνες και στις καρδιές μας! Τα σκουλήκια τρέμοντας μπαίνουν για πάντα στις τρύπες τους. Η ΕΛΛΑΣ και πάλι ελεύθερη! Έσσεται ήμαρ!
Η Ελληνική Ιστορία ως πολυπολιτισμικό εγχείρημα;
(περιοδικό «Ρεσάλτο», τ. 12, Δεκ. 2006·
εφημερίδα «Παρόν», 10 Δεκ. 2006.)
Του Κωνσταντίνου Π. Ρωμανού
Αν. καθ. Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου
Στο νέο βιβλίο Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΣΤ' Δημοτικού (χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση), 136 σελίδων, η καθαυτό ιστορική αφήγηση καταλαμβάνει όχι περισσότερο από το 1/6 του βιβλίου, δηλαδή λιγότερο από 25 σελίδες! Ακόμα και για τις ανάγκες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η έκταση της ιστορικής αφήγησης είναι ανεπαρκέστατη. Αντ' αυτής το βιβλίο αναλώνεται σε αλλότρια, σε πληθωρική εικονογράφηση, στατιστικές ταμπέλες και «μικροϊστορίες», δηλαδή κατά το δοκούν επιλεγμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας περασμένων εποχών και της μαζικής κουλτούρας του σήμερα, που φιλοδοξούν, ως συλλογή θραυσμάτων, να υποκαταστήσουν το αποδομημένο «εθνικό» ιστορικό αφήγημα με μια δήθεν αντικειμενική και επιστημονική σύλληψη της Ολότητας. Παρ' όλο που η συγκεκριμένη «tuti fruti» εκδοχή μετανεωτερικής ιστοριογραφικής αντίληψης, όπως προ πολλού προέβλεψαν οι θεωρητικοί επικριτές της, δεν βρίσκει τον θεωρητικό της στόχο, όμως προσφέρει ως διδακτολογικό εργαλείο της Νέας Τάξεως ανυπέρβλητα πλεονεκτήματα:
Ο προγραμματικός κατακερματισμός της ιστορίας σε «ιστορίες» επιτρέπει μια κατά βούλησιν εισαγωγή επιλεγμένων παραδειγμάτων που φρονηματίζουν το παιδί προς την κατεύθυνση του «πολιτικά ορθού» υπό την σημερινή αμερικανική του έννοια (που συμπίπτει με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η «Νέα Ιστορία» θέλει να είναι Αγωγή του Πολίτη της υπό κατασκευήν μεταεθνικής «διαπολιτισμικής» συλλογικότητας στην οποία καλείται να μεταλλαχθεί η Ελλάδα. Η κατάλληλη προς τούτο θεματολογία, όπως ήδη έχει εισαχθεί στο βιβλίο, είναι η εξής: Τα δικαιώματα του ανθρώπου με έμφαση στα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων (οδηγία υπ' αριθμ. 1283, 22 Ιανουαρίου 1996 του Συμβουλίου της Ευρώπης). Οι ατομικές ελευθερίες (με έμφαση στο δικαίωμα κάθε ατόμου να «απαρνηθεί την παράδοση που του επιβάλλεται») (οδηγία 1283). Ιστορία της μετανάστευσης (το παρόν βιβλίο αρκείται στην ελληνική μετανάστευση, όμως στον ορίζοντα του μέλλοντος είναι η ιστορία των εθνοτικών μειονοτήτων που θα προκύψουν από την εξελισσόμενη μετανάστευση προς την Ελλάδα). Ο σεβασμός της «ετερότητας» (προϋπόθεση για την «διαπολιτισμική» ανάδραση των μεταναστών επί των Ελλήνων). Η πολυπολιτισμική δημοκρατία. Η θετική αναθεώρηση του ιστορικού ρόλου της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Ελλάδος. 0 εκσυγχρονισμός ως ιστορικό αίτημα (η εντολή συγγραφής του βιβλίου δόθηκε επί πρωθυπουργίας Σημίτη). Τέλος η απάλειψη των εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών «προκαταλήψεων» (και εδώ η οδηγία 1283. Υλοποιείται εκτός των άλλων διά της αποφυγής παρουσίασης του θετικού ή αρνητικού ιστορικού ρόλου της ορθόδοξης θρησκευτικότητας, διά της προγραμματικής παραλείψεως πράξεων και προτύπων θυσίας ή ηρωισμού και διά της συντομογράφησης των ελληνικών κυρίων ονομάτων).
Ο ξύλινος, αποστασιοποιημένος λόγος της αφήγησης αντανακλά την μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας ως «ετερότητας». Πουθενά μέσα από τα δρώμενα δεν αναδύεται ένα «εμείς». Κάποιοι «Έλληνες» έκαναν ετούτο ή εκείνο, αλλά ποιοι ακριβώς ήσαν αυτοί και τι σχέση έχουν με μένα, ένα διεθνικό πολίτη του σήμερα; Για να απαντήσω αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να τολμήσω μια ατομική κατάδυση στα βάθη της συλλογικής ελληνικής μνήμης. Εγχείρημα δύσκολο και προπαντός ύποπτο, εφ' όσον αντίκειται στο πολιτικά ορθό ως εθνοκεντρικό. Μήπως λοιπόν είναι προτιμότερο να ασκήσω το θεσμοθετημένο μου δικαίωμα απάρνησης του συλλογικού μου παρελθόντος, την αρνησιπατρία, για να επιδοθώ στην κατασκευή μιας καθαρά παροντικής ταυτότητας [1] από υλικά του πολυεθνοτικού φολκλόρ με το οποίο συμβιώνω, όπως θέλει το σχολείο; Και από τον κυβερνοχώρο, τη φαντασιακή κοινότητα στην οποία ενέχομαι;
Αλλά, θα πει κανείς, αν η ιστορία μου, τέλος πάντων όση από αυτήν αφηγείται το παρόν βιβλίο, θέλει να τηρεί από εμένα σήμερα την απόσταση μιας ετερότητας, τότε ποιο είναι το υποκείμενο αυτής της ιστορίας; Η απάντηση σ' αυτό είναι απροσδόκητη για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με την αυτοαναφορικότητα της μεταμοντέρνας θεώρησης: μα, φυσικά, η ίδια η ιστορία! Δηλαδή η γνώση των διαδικασιών που οδηγούν στη συγκρότηση του περιεχομένου της ιστορίας [2]. Όλη η κατασκευή του βιβλίου είναι εργαστηριακή, διαπλάθει τον μαθητή ως υβρίδιο ιστορικού, που ασκείται στη χρήση των ιστορικών πηγών και στη γνώση των μεθόδων της ιστορίας [3]. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι «κριτική σκέψη» που κατ' αποκλειστικότητα επιδίδεται στην αποδόμηση της «γεγονοτολογικής ιστορίας της γενεαλογίας του έθνους», των «προσωπικοτήτων και των ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του έθνους» [4]. Από εδώ προκύπτει, ως δημοκρατικό αίτημα προς τον μεταμοντέρνο ιστορικό, η ενασχόληση με τους κοινούς ανθρώπους και την καθημερινή ζωή. Το ότι πολλοί κοινοί αρχικά άνθρωποι ανεδείχθησαν σε ήρωες όταν οι περιστάσεις το απαίτησαν, δεν αλλάζει τίποτα, εφ' όσον το ζητούμενο της προκείμενης περί δημοκρατίας αντίληψης είναι να αποκλείσει την αριστεία, η οποία δημιουργεί θετικά προς μίμησιν και ταύτισιν πρότυπα, που συμπυκνώνουν μέσα τους τις αρετές και τα πεπρωμένα μιας συλλογικότητας, ενός λαού.
Πέραν αυτών, η έννοια της κριτικής ιστορικής σκέψεως έχει συντμηθεί εδώ από τη μεταμοντέρνα θεώρηση. Αποκλείει, π.χ., την Φιλοσοφία της Ιστορίας ενός Dilthey, η οποία βλέπει την ιστορία ως ερμηνευτική του παρελθόντος -με βάση την ενσυναισθητική κατανόηση- συντελεστική της εμπρόθετης διαμόρφωσης του μέλλοντος. Την ιστορία ως μέσο αυτογνωσίας και φρονηματισμού. Αποκλείει και την σχετική αντίληψη του Αλέξανδρου Δελμούζου που θέλει την ιστορία όχι να γίνεται, να έρχεται απ' έξω, αλλά να βγαίνει, να πηγάζει «από μέσα μας», «μέσα δηλαδή από την ελληνική συνείδηση και την ελληνική ψυχή» [5]. Και όμως σ' αυτές τις αντιλήψεις εδράζονταν μέχρι την τωρινή νεοταξική αλλαγή παραδείγματος τα αναλυτικά προγράμματα ιστορίας στα σχολεία της Ελλάδος.
Η κριτική αποδόμηση είναι ένα πριόνι που κόβει τα κλαδιά των άλλων, όχι αυτό πάνω στο οποίο κάθεται η ίδια. Αποδομεί την εθνική συλλογική μνήμη για να την υποκαταστήσει από τοπικές ιστορίες [6], από την ιστορία του αθλητισμού, την ιστορία των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ., οι οποίες όμως μεθοδολογικά δεν αμφισβητούνται [σ.σ. από το βιβλίο, αυθαιρέτως, αντίθετα από ό,τι κάνει με την εθνική μνήμη]. Ποιός μπορεί να αποδείξει ότι η έννοια π.χ. του κοινωνικού φύλου (ιστορία των γυναικών) εδράζεται σε μια ενύπαρκτη ταυτότητα, ενώ οι έννοιες «έθνος» (που αντίκειται στην «παγκοσμιοποίηση») και «κοινωνική τάξη» (που αντίκειται στον καπιταλισμό) είναι μύθοι; Ή ότι το σχολείο οφείλει να προσχωρήσει στο μεταμοντέρνο πλαίσιο του «αξιακού σχετικισμού» και όχι να αντισταθεί διδάσκοντας την αρετή [7]; Ή ότι ο «πατριωτισμός του συντάγματος» θα λειτουργήσει καλύτερα σε ένα γεωγραφικό πεδίο διαβίωσης ξένων ανάμεσά τους εθνοτήτων απ' ό,τι ο εθνικός πατριωτισμός σε μια κοινότητα με κοινή γλώσσα, ιστορία και θρησκεία; Ή ότι η οικειοφοβία είναι προτιμότερη από την ξενοφοβία; Πού και πώς έχουν γίνει οι υπερκείμενες παραδοχές αυτών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της πολυπολιτισμικής μετάλλαξης του ελληνικού έθνους στο επίπεδο της συνείδησης, αντικείμενο κριτικής εξέτασης δημόσιου διαλόγου; Τα ίδια ισχύουν για τη δημογραφική αλλοίωση του ελληνικού έθνους μέσω λαθρομετανάστευσης και τους απολογητές της. Εκτός και αν ο «αντιρατσισμός» αρκεί ως κριτική αντιπαράθεση.
Το βιβλίο (Ιστορία ΣΤ' Δημοτικού) δικαιολογημένα έχει γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής από ιδιώτες και οργανώσεις που επισημαίνουν σειρά σημαντικών παραλείψεων παγκοίνως γνωστών ιστορικών γεγονότων και φυσιογνωμιών τα οποία ανήκουν το κεκτημένο της κοινής ελληνικής ιστορικής μας συνείδησης [8]. Πέραν αυτού το βιβλίο εμπεριέχει ένα αριθμό ερμηνευτικών σχημάτων και λεκτικών διατυπώσεων που θέτουν εν αμφιβάλω ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, ιδιαίτερα απέναντι στην οθωμανική δεσποτεία - η υπεράσπιση των οποίων από τους προγόνους μας νομιμοποιεί για τον δικό μας λαό σήμερα όπως και παλαιότερα το αίσθημα της αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας. Η ιστορία μας συγκροτεί την ιδιοπροσωπία μας και την ιδιότυπη συμβολή μας στον πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Όπως κάθε λαός, οι Έλληνες υπερασπιζόμεθα το διαχρονικό μας πρόσωπο ως αναγκαία συνθήκη για τον ισότιμο διάλογο με άλλους λαούς και για τη δημοκρατία.
Γι' αυτούς τους λόγους είναι επιβεβλημένη η άμεση απόσυρση του περί ού ο λόγος βιβλίου ιστορίας από τα ελληνικά σχολεία.
Σημειώσεις:
[1] Από το «Βιβλίο Δασκάλου» για την Ιστορία ΣΤ΄Δημοτικού, σελ. 12 (Υπουργείο Παιδείας και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο - Μαρία Ρεπούση, συγγραφεύς).
[2] Δες επίσης Αντώνη Λιάκου, «Ρυθμίζεται νομικά η μνήμη;», «Το Βήμα», 5 Νοεμ. 2006: «Δεν θα έπρεπε η προβληματική της πρόσληψης της ιστορίας να βρίσκεται στο κέντρο των ιστορικών σπουδών;»
[3] Δες προς αυτοίς Νίκου Μουζέλη «Οι τρεις βασικές διαστάσεις της Παιδείας», «Το Βήμα», 12 Νοεμ. 2006: «...το άτομο υποχρεώνεται να κατασκευάσει τον δικό του τρόπο ζωής, κατά τον Giddens «τη δική του βιογραφία»».
[4] «Βιβλίο Δασκάλου» για την Ιστορία ΣΤ' Δημοτικού, σελ. 9.
[5] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Κράτος και παιδεία», στο: «Μελέτες και πάρεργα», τόμος Α', Αθήνα 1958, σελ. 80.
[6] Το «Βιβλίο Δασκάλου», σελ. 13.
[7] Έτσι ο Νίκος Μουζέλης περνά αβίαστα από την περιγραφή της μεταμοντέρνας συνθήκης του αξιακού σχετικισμού (προερχόμενου από την κινητικότητα του κεφαλαίου και την πολυπολιτισμικότητα) σε δεοντολογία που καλεί το σχολείο να προσαρμοσθεί στην μεταμοντέρνα συνθήκη («Οι τρεις βασικές διαστάσεις της Παιδείας», «Το Βήμα», 12 Νοεμ. 2006).
[8] Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη αντίδραση στο συγκεκριμένο βιβλίο εκδηλώθηκε τον περασμένο Ιούλιο, στο πλαίσιο του 6ου Παγκόσμιου Ποντιακού Συνεδρίου. Εκπρόσωποι 600 οργανώσεων απ' όλο τον κόσμο ζήτησαν ομόφωνα από την υπουργό Παιδείας να αποσύρει το «νέο» βιβλίο ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Το βιβλίο αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ιστορική εμπειρία των προσφυγογενών πληθυσμών της σύγχρονης Ελλάδας· στα πλαίσια μίας φιλο-νεοτουρκικής θεώρησης, η συγγραφεύς αποκρύπτει την γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής. Ενώ το βιβλίο προγραμματικά απεμπολεί τον ελληνικό εθνοκεντρισμό, εν τούτοις αποδέχεται πλήρως τον τουρκικό εθνικισμό (π.χ. ο Κεμάλ Ατατούρκ περιγράφεται ως ο «ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων και μετέπειτα πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας» σελ 100). Σίγουρα οι φορείς των προσφύγων θα πρέπει άμεσα να οργανώσουν τις διαμαρτυρίες τους.
Όταν οι «προοδευτικοί» δεν μπορούν να αφανίσουν την Ιστορία μας, κάνοντας πλύση εγκεφάλου στα παιδιά μας, με τα νεοταξικά, προελεύσεως ΗΠΑ-CDRSEE-Soros «πολυπολιτισμικά» σχολικά βιβλία ανθελληνικής προπαγάνδας, φορούν μαύρες κουκούλες και καίνε με εμπρηστικές βόμβες τα βιβλία της πραγματικής Ιστορίας, της σοφίας και των αγώνων που έγραψαν οι πρόγονοί μας με το πνεύμα και το αίμα τους (ολοσχερής εμπρησμός βιβλιοπωλείου Γεωργιάδη, 24-12-2006). Αλλά, όσο και να καίει και να σκοτώνει και να προπαγανδίζει η νεοταξική εξουσία και τα αριστερο-απλυτο- αναρχοφασιστοβλαμένα τσιράκια της, οι Έλληνες δεν ξεχνούν: Αχιλλεύς, Οδυσσεύς, Κόδρος, Μιλτιάδης, Λεωνίδας, Αλέξανδρος, Ηράκλειος, Βουλγαροκτόνος, Παλαιολόγος, Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης, Παύλος Μελάς, Δαβάκης, Αυξεντίου, Σολωμού, Σιαλμάς και Ηλιάκης! Τα ονόματα των προγόνων γραμμένα στους αιθέρες των ουρανών της αιωνίου Ελλάδος! Οι ηλιαχτίδες του Ελληνικού Φωτός, χρυσώνουν την πορφύρα του θυσιασθέντος για την Πατρίδα αίματός τους! Οι φωνές τους αντηχούν στους αιώνες και στις καρδιές μας! Τα σκουλήκια τρέμοντας μπαίνουν για πάντα στις τρύπες τους. Η ΕΛΛΑΣ και πάλι ελεύθερη! Έσσεται ήμαρ!
Η Ελληνική Ιστορία ως πολυπολιτισμικό εγχείρημα;
(περιοδικό «Ρεσάλτο», τ. 12, Δεκ. 2006·
εφημερίδα «Παρόν», 10 Δεκ. 2006.)
Του Κωνσταντίνου Π. Ρωμανού
Αν. καθ. Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου
Στο νέο βιβλίο Νεώτερης και Σύγχρονης Ιστορίας ΣΤ' Δημοτικού (χρηματοδοτούμενο από την Ευρωπαϊκή Ένωση), 136 σελίδων, η καθαυτό ιστορική αφήγηση καταλαμβάνει όχι περισσότερο από το 1/6 του βιβλίου, δηλαδή λιγότερο από 25 σελίδες! Ακόμα και για τις ανάγκες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η έκταση της ιστορικής αφήγησης είναι ανεπαρκέστατη. Αντ' αυτής το βιβλίο αναλώνεται σε αλλότρια, σε πληθωρική εικονογράφηση, στατιστικές ταμπέλες και «μικροϊστορίες», δηλαδή κατά το δοκούν επιλεγμένα στιγμιότυπα της καθημερινότητας περασμένων εποχών και της μαζικής κουλτούρας του σήμερα, που φιλοδοξούν, ως συλλογή θραυσμάτων, να υποκαταστήσουν το αποδομημένο «εθνικό» ιστορικό αφήγημα με μια δήθεν αντικειμενική και επιστημονική σύλληψη της Ολότητας. Παρ' όλο που η συγκεκριμένη «tuti fruti» εκδοχή μετανεωτερικής ιστοριογραφικής αντίληψης, όπως προ πολλού προέβλεψαν οι θεωρητικοί επικριτές της, δεν βρίσκει τον θεωρητικό της στόχο, όμως προσφέρει ως διδακτολογικό εργαλείο της Νέας Τάξεως ανυπέρβλητα πλεονεκτήματα:
Ο προγραμματικός κατακερματισμός της ιστορίας σε «ιστορίες» επιτρέπει μια κατά βούλησιν εισαγωγή επιλεγμένων παραδειγμάτων που φρονηματίζουν το παιδί προς την κατεύθυνση του «πολιτικά ορθού» υπό την σημερινή αμερικανική του έννοια (που συμπίπτει με αυτήν της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Η «Νέα Ιστορία» θέλει να είναι Αγωγή του Πολίτη της υπό κατασκευήν μεταεθνικής «διαπολιτισμικής» συλλογικότητας στην οποία καλείται να μεταλλαχθεί η Ελλάδα. Η κατάλληλη προς τούτο θεματολογία, όπως ήδη έχει εισαχθεί στο βιβλίο, είναι η εξής: Τα δικαιώματα του ανθρώπου με έμφαση στα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων (οδηγία υπ' αριθμ. 1283, 22 Ιανουαρίου 1996 του Συμβουλίου της Ευρώπης). Οι ατομικές ελευθερίες (με έμφαση στο δικαίωμα κάθε ατόμου να «απαρνηθεί την παράδοση που του επιβάλλεται») (οδηγία 1283). Ιστορία της μετανάστευσης (το παρόν βιβλίο αρκείται στην ελληνική μετανάστευση, όμως στον ορίζοντα του μέλλοντος είναι η ιστορία των εθνοτικών μειονοτήτων που θα προκύψουν από την εξελισσόμενη μετανάστευση προς την Ελλάδα). Ο σεβασμός της «ετερότητας» (προϋπόθεση για την «διαπολιτισμική» ανάδραση των μεταναστών επί των Ελλήνων). Η πολυπολιτισμική δημοκρατία. Η θετική αναθεώρηση του ιστορικού ρόλου της οθωμανικής κυριαρχίας επί της Ελλάδος. 0 εκσυγχρονισμός ως ιστορικό αίτημα (η εντολή συγγραφής του βιβλίου δόθηκε επί πρωθυπουργίας Σημίτη). Τέλος η απάλειψη των εθνικών, φυλετικών και θρησκευτικών «προκαταλήψεων» (και εδώ η οδηγία 1283. Υλοποιείται εκτός των άλλων διά της αποφυγής παρουσίασης του θετικού ή αρνητικού ιστορικού ρόλου της ορθόδοξης θρησκευτικότητας, διά της προγραμματικής παραλείψεως πράξεων και προτύπων θυσίας ή ηρωισμού και διά της συντομογράφησης των ελληνικών κυρίων ονομάτων).
Ο ξύλινος, αποστασιοποιημένος λόγος της αφήγησης αντανακλά την μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας ως «ετερότητας». Πουθενά μέσα από τα δρώμενα δεν αναδύεται ένα «εμείς». Κάποιοι «Έλληνες» έκαναν ετούτο ή εκείνο, αλλά ποιοι ακριβώς ήσαν αυτοί και τι σχέση έχουν με μένα, ένα διεθνικό πολίτη του σήμερα; Για να απαντήσω αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να τολμήσω μια ατομική κατάδυση στα βάθη της συλλογικής ελληνικής μνήμης. Εγχείρημα δύσκολο και προπαντός ύποπτο, εφ' όσον αντίκειται στο πολιτικά ορθό ως εθνοκεντρικό. Μήπως λοιπόν είναι προτιμότερο να ασκήσω το θεσμοθετημένο μου δικαίωμα απάρνησης του συλλογικού μου παρελθόντος, την αρνησιπατρία, για να επιδοθώ στην κατασκευή μιας καθαρά παροντικής ταυτότητας [1] από υλικά του πολυεθνοτικού φολκλόρ με το οποίο συμβιώνω, όπως θέλει το σχολείο; Και από τον κυβερνοχώρο, τη φαντασιακή κοινότητα στην οποία ενέχομαι;
Αλλά, θα πει κανείς, αν η ιστορία μου, τέλος πάντων όση από αυτήν αφηγείται το παρόν βιβλίο, θέλει να τηρεί από εμένα σήμερα την απόσταση μιας ετερότητας, τότε ποιο είναι το υποκείμενο αυτής της ιστορίας; Η απάντηση σ' αυτό είναι απροσδόκητη για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με την αυτοαναφορικότητα της μεταμοντέρνας θεώρησης: μα, φυσικά, η ίδια η ιστορία! Δηλαδή η γνώση των διαδικασιών που οδηγούν στη συγκρότηση του περιεχομένου της ιστορίας [2]. Όλη η κατασκευή του βιβλίου είναι εργαστηριακή, διαπλάθει τον μαθητή ως υβρίδιο ιστορικού, που ασκείται στη χρήση των ιστορικών πηγών και στη γνώση των μεθόδων της ιστορίας [3]. Η λέξη-κλειδί εδώ είναι «κριτική σκέψη» που κατ' αποκλειστικότητα επιδίδεται στην αποδόμηση της «γεγονοτολογικής ιστορίας της γενεαλογίας του έθνους», των «προσωπικοτήτων και των ηρώων που έδωσαν τη ζωή τους για τη σωτηρία του έθνους» [4]. Από εδώ προκύπτει, ως δημοκρατικό αίτημα προς τον μεταμοντέρνο ιστορικό, η ενασχόληση με τους κοινούς ανθρώπους και την καθημερινή ζωή. Το ότι πολλοί κοινοί αρχικά άνθρωποι ανεδείχθησαν σε ήρωες όταν οι περιστάσεις το απαίτησαν, δεν αλλάζει τίποτα, εφ' όσον το ζητούμενο της προκείμενης περί δημοκρατίας αντίληψης είναι να αποκλείσει την αριστεία, η οποία δημιουργεί θετικά προς μίμησιν και ταύτισιν πρότυπα, που συμπυκνώνουν μέσα τους τις αρετές και τα πεπρωμένα μιας συλλογικότητας, ενός λαού.
Πέραν αυτών, η έννοια της κριτικής ιστορικής σκέψεως έχει συντμηθεί εδώ από τη μεταμοντέρνα θεώρηση. Αποκλείει, π.χ., την Φιλοσοφία της Ιστορίας ενός Dilthey, η οποία βλέπει την ιστορία ως ερμηνευτική του παρελθόντος -με βάση την ενσυναισθητική κατανόηση- συντελεστική της εμπρόθετης διαμόρφωσης του μέλλοντος. Την ιστορία ως μέσο αυτογνωσίας και φρονηματισμού. Αποκλείει και την σχετική αντίληψη του Αλέξανδρου Δελμούζου που θέλει την ιστορία όχι να γίνεται, να έρχεται απ' έξω, αλλά να βγαίνει, να πηγάζει «από μέσα μας», «μέσα δηλαδή από την ελληνική συνείδηση και την ελληνική ψυχή» [5]. Και όμως σ' αυτές τις αντιλήψεις εδράζονταν μέχρι την τωρινή νεοταξική αλλαγή παραδείγματος τα αναλυτικά προγράμματα ιστορίας στα σχολεία της Ελλάδος.
Η κριτική αποδόμηση είναι ένα πριόνι που κόβει τα κλαδιά των άλλων, όχι αυτό πάνω στο οποίο κάθεται η ίδια. Αποδομεί την εθνική συλλογική μνήμη για να την υποκαταστήσει από τοπικές ιστορίες [6], από την ιστορία του αθλητισμού, την ιστορία των γυναικών, των μειονοτήτων κ.λπ., οι οποίες όμως μεθοδολογικά δεν αμφισβητούνται [σ.σ. από το βιβλίο, αυθαιρέτως, αντίθετα από ό,τι κάνει με την εθνική μνήμη]. Ποιός μπορεί να αποδείξει ότι η έννοια π.χ. του κοινωνικού φύλου (ιστορία των γυναικών) εδράζεται σε μια ενύπαρκτη ταυτότητα, ενώ οι έννοιες «έθνος» (που αντίκειται στην «παγκοσμιοποίηση») και «κοινωνική τάξη» (που αντίκειται στον καπιταλισμό) είναι μύθοι; Ή ότι το σχολείο οφείλει να προσχωρήσει στο μεταμοντέρνο πλαίσιο του «αξιακού σχετικισμού» και όχι να αντισταθεί διδάσκοντας την αρετή [7]; Ή ότι ο «πατριωτισμός του συντάγματος» θα λειτουργήσει καλύτερα σε ένα γεωγραφικό πεδίο διαβίωσης ξένων ανάμεσά τους εθνοτήτων απ' ό,τι ο εθνικός πατριωτισμός σε μια κοινότητα με κοινή γλώσσα, ιστορία και θρησκεία; Ή ότι η οικειοφοβία είναι προτιμότερη από την ξενοφοβία; Πού και πώς έχουν γίνει οι υπερκείμενες παραδοχές αυτών που αναλαμβάνουν την ευθύνη της πολυπολιτισμικής μετάλλαξης του ελληνικού έθνους στο επίπεδο της συνείδησης, αντικείμενο κριτικής εξέτασης δημόσιου διαλόγου; Τα ίδια ισχύουν για τη δημογραφική αλλοίωση του ελληνικού έθνους μέσω λαθρομετανάστευσης και τους απολογητές της. Εκτός και αν ο «αντιρατσισμός» αρκεί ως κριτική αντιπαράθεση.
Το βιβλίο (Ιστορία ΣΤ' Δημοτικού) δικαιολογημένα έχει γίνει αντικείμενο αρνητικής κριτικής από ιδιώτες και οργανώσεις που επισημαίνουν σειρά σημαντικών παραλείψεων παγκοίνως γνωστών ιστορικών γεγονότων και φυσιογνωμιών τα οποία ανήκουν το κεκτημένο της κοινής ελληνικής ιστορικής μας συνείδησης [8]. Πέραν αυτού το βιβλίο εμπεριέχει ένα αριθμό ερμηνευτικών σχημάτων και λεκτικών διατυπώσεων που θέτουν εν αμφιβάλω ιστορικά δίκαια του Ελληνισμού, ιδιαίτερα απέναντι στην οθωμανική δεσποτεία - η υπεράσπιση των οποίων από τους προγόνους μας νομιμοποιεί για τον δικό μας λαό σήμερα όπως και παλαιότερα το αίσθημα της αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας. Η ιστορία μας συγκροτεί την ιδιοπροσωπία μας και την ιδιότυπη συμβολή μας στον πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς της ανθρωπότητας. Όπως κάθε λαός, οι Έλληνες υπερασπιζόμεθα το διαχρονικό μας πρόσωπο ως αναγκαία συνθήκη για τον ισότιμο διάλογο με άλλους λαούς και για τη δημοκρατία.
Γι' αυτούς τους λόγους είναι επιβεβλημένη η άμεση απόσυρση του περί ού ο λόγος βιβλίου ιστορίας από τα ελληνικά σχολεία.
Σημειώσεις:
[1] Από το «Βιβλίο Δασκάλου» για την Ιστορία ΣΤ΄Δημοτικού, σελ. 12 (Υπουργείο Παιδείας και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο - Μαρία Ρεπούση, συγγραφεύς).
[2] Δες επίσης Αντώνη Λιάκου, «Ρυθμίζεται νομικά η μνήμη;», «Το Βήμα», 5 Νοεμ. 2006: «Δεν θα έπρεπε η προβληματική της πρόσληψης της ιστορίας να βρίσκεται στο κέντρο των ιστορικών σπουδών;»
[3] Δες προς αυτοίς Νίκου Μουζέλη «Οι τρεις βασικές διαστάσεις της Παιδείας», «Το Βήμα», 12 Νοεμ. 2006: «...το άτομο υποχρεώνεται να κατασκευάσει τον δικό του τρόπο ζωής, κατά τον Giddens «τη δική του βιογραφία»».
[4] «Βιβλίο Δασκάλου» για την Ιστορία ΣΤ' Δημοτικού, σελ. 9.
[5] Αλέξανδρος Δελμούζος, «Κράτος και παιδεία», στο: «Μελέτες και πάρεργα», τόμος Α', Αθήνα 1958, σελ. 80.
[6] Το «Βιβλίο Δασκάλου», σελ. 13.
[7] Έτσι ο Νίκος Μουζέλης περνά αβίαστα από την περιγραφή της μεταμοντέρνας συνθήκης του αξιακού σχετικισμού (προερχόμενου από την κινητικότητα του κεφαλαίου και την πολυπολιτισμικότητα) σε δεοντολογία που καλεί το σχολείο να προσαρμοσθεί στην μεταμοντέρνα συνθήκη («Οι τρεις βασικές διαστάσεις της Παιδείας», «Το Βήμα», 12 Νοεμ. 2006).
[8] Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη αντίδραση στο συγκεκριμένο βιβλίο εκδηλώθηκε τον περασμένο Ιούλιο, στο πλαίσιο του 6ου Παγκόσμιου Ποντιακού Συνεδρίου. Εκπρόσωποι 600 οργανώσεων απ' όλο τον κόσμο ζήτησαν ομόφωνα από την υπουργό Παιδείας να αποσύρει το «νέο» βιβλίο ιστορίας της ΣΤ' Δημοτικού. Το βιβλίο αυτό έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την ιστορική εμπειρία των προσφυγογενών πληθυσμών της σύγχρονης Ελλάδας· στα πλαίσια μίας φιλο-νεοτουρκικής θεώρησης, η συγγραφεύς αποκρύπτει την γενοκτονία των Ελλήνων της Ανατολής. Ενώ το βιβλίο προγραμματικά απεμπολεί τον ελληνικό εθνοκεντρισμό, εν τούτοις αποδέχεται πλήρως τον τουρκικό εθνικισμό (π.χ. ο Κεμάλ Ατατούρκ περιγράφεται ως ο «ηγέτης του απελευθερωτικού αγώνα των Τούρκων και μετέπειτα πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας» σελ 100). Σίγουρα οι φορείς των προσφύγων θα πρέπει άμεσα να οργανώσουν τις διαμαρτυρίες τους.